τερπνῶν

τερπνῶν
τερπνός
delightful
fem gen pl
τερπνός
delightful
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Αποθήκη των ωφελίμων και τερπνών γνώσεων — Εικονογραφημένο μηνιαίο περιοδικό που ιδρύθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου το 1847 και εκδόθηκε έως το τέλος του 1848. Διευθυντής και εκδότης του περιοδικού ήταν ο Ιάκωβος Πιτζιπιός από τη Χίο. Το περιοδικό δημοσίευε εγκυκλοπαιδικού περιεχομένου… …   Dictionary of Greek

  • отъстоупати — ОТЪСТОУПА|ТИ (58), Ю, ѤТЬ гл. 1.Отходить, отдаляться: Егда св(е)ршають(с) ст҃ы˫а службы. не по(д)баеть iподиѧкономъ ѡлтарныхъ дверiи ни в м(а)лѣ ѿступати. КР 1284, 84а; громи же блистани˫а тогда бывають. в странахъ тѣхъ. [южных] ѥгда вдале… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • позорище — ПОЗОРИЩ|Е (79), А с. 1.Созерцание: О добрии мч҃нци… въ сщ҃на˫а пришельстви˫а взидѣте и взнесите(с) || на нб(с)ную высоту. в позорище идѣте нб(с)наго дива. (ταῖς… ϑεωρίαις) ФСт XIV/XV, 168б–в. 2. Зрелище, представление: Главизна •к͠в• о… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ευρωτίαση — η σχηματισμός μούχλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρωτιώ. Η λέξη μαρτυρείται από το 1848 στο περιοδικό Αποθήκη τών ωφελίμων και τερπνών γνώσεων] …   Dictionary of Greek

  • οδοντόκονις — η παρασκεύασμα με μορφή σκόνης που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό τών δοντιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + κόνις «σκόνη». Η λ. μαρτυρείται από το 1848 στο περιοδικό Αποθήκη τών ωφελίμων και τερπνών γνώσεων] …   Dictionary of Greek

  • οικοτροφείο — το 1. ίδρυμα στο οποίο παρέχεται στέγη και τροφή με καταβολή χρημάτων 2. δημόσιο ή ιδιωτικό σχολείο στο οποίο διαμένουν και τρέφονται οι μαθητές. [ΕΤΥΜΟΛ. < οικότροφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στο περιοδικό Αποθήκη τών ωφελίμων και… …   Dictionary of Greek

  • στενογραφικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στενογραφία 2. αυτός που είναι γραμμένος με τη μέθοδο τής στενογραφίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < στενογραφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στο περιοδικό Αποθήκη τών ωφελίμων και τερπνών γνώσεων] …   Dictionary of Greek

  • τύχη — Αρχαία ελληνική θεά, μια από τις κόρες του Ωκεανού από την Τηθύ, κόρη του Δία, μητέρα των Ωρών και μία από τις Μοίρες. Είναι θεότητα που προστάτευε άτομα και πόλεις. Από το όνομά της προέρχεται η νεότερη λέξη τύχη. * * * η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τύχα …   Dictionary of Greek

  • φανερόγαμος — η, ο, Ν 1. (για φυτά) αυτός τού οποίου τα αναπαραγωγικά όργανα είναι εμφανή 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα φανερόγαμα (βοτ.) ονομασία που χρησιμοποιείται σε παλαιότερα συστήματα ταξινόμησης τών φυτών και η οποία αναφέρεται στα φυτά στα οποία τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”